- πυτιογόνος
- ος, ο[ν] сычужный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυτιογόνος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που παράγει πυτιά 2. (το θηλ. ή το ουδ. ως ουσ.) η πυτιογόνος ή το πυτιογόνο η αρχική κατάσταση τής πυτιάς όταν αυτή βρίσκεται ακόμη μέσα στον βλεννογόνο τού στομαχιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτία «ένζυμο γαστρικού υγρού» +… … Dictionary of Greek